οφιοφάγος

οφιοφάγος
ος, ο[ν] поедающий змей

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "οφιοφάγος" в других словарях:

  • οφιοφάγος — ο (Α ὀφιοφάγος, ον) αυτός που τρώει φίδια νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οφιοφάγος α) κοινή ονομασία τού πτηνού κιρκάετος β) επιστημονική ονομασία τού φιδιού βασιλική κόμπρα (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Ὀφιοφάγοι ονομασία λαού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις,… …   Dictionary of Greek

  • ὀφιοφάγον — ὀφιοφάγος serpent eating masc/fem acc sg ὀφιοφάγος serpent eating neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»